γούρος

γούρος
γοῡρος, ο (Α)
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα ερμήνευε την τροπή τού -υ σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γούρους — γοῦρος cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γούρων — γοῦρος cake masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγουρος — ο ἄγγουρος (Μ) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < *ἀνάγουρος, από το ουσ. γοῦρος (είδος γλυκίσματος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”